- φτηνούτσικος
- -η, -ο, Νσχετικά φτηνός.επίρρ...φτηνούτσικα Νσχετικά φτηνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φτηνός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρ-ούτσικος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτηνούτσικος, -η — και ια, ο επίρρ. α ο κάπως φτηνός, ο σχεδόν φτηνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)